-
1 ευχή
η1) желание, пожелание; 2) молитва; 3) благословение:να χετε την ευχή μου — благословляю вас;
§ ευχής έργον θα ήτο... — желательно было бы...;
βαίνει κατ' ευχήν — идти благополучно, хорошо;
έχε την ευχήν... — да благословен будет;
ο μύλος νερό θέλει, ευχές δε θέλει — посл, нужны дела, а не слова; — благими пожеланиями сыт не будешь;
στα καταστρεμένα υποστατικά ευχή δεν πιάνει — слезами горю не поможешь
-
2 ευχή
ευχή η1) желание, пожелание;2) молитва;3) благословение:να ‘χετε την ευχή μου — благословляю вас;
ΦΡ.Этим.< дргр. εύχομαι < инд.. eugh «извещать, обращаться к кому-то громко, в голос»
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
CRUX — I. CRUX apud Russos, sollenni osculô tacta, fidei pignus in illa gente maxime sollenne habetur. Quemadmodum de Pelagio scribit Sigebertus, ad A. C. 552. illum insimulatum mortis Vigilii Episcopi Romani tenentem sancta Euangelia et Crucem, publice … Hofmann J. Lexicon universale
καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή … Dictionary of Greek